- προγενειος
- προγένειοςπρο-γένειος2с выдающимся подбородком Theocr.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προγένειος — bearded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγένειος — ον, Α αυτός που έχει προτεταμένο γένειο, αυτός που έχει μακριά γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γένειος (< γένειον «πώγων»), πρβλ. συγ γένειος] … Dictionary of Greek
προγενεία — η, Ν [προγένειος] προβολή τού γενείου, τής κάτω γνάθου, δηλαδή τής μέσης και κάτω μοίρας τής γενειακής συμφύσεως μεταξύ τού γενειακού ογκώματος τής πρόσθιας επιφάνειας και των γενειακών φυμάτων τού κάτω χείλους … Dictionary of Greek